- ἐκτραχηλίζομαι
- ἐκτραχηλίζωthrow the rider over itspres ind mp 1st sgἐκτραχηλίζωthrow the rider over itspres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτραχηλίζομαι — εκτραχηλίζομαι, εκτραχηλίστηκα, εκτραχηλισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποχαλινώνω — (Α ἀποχαλινῶ, όω) 1. αφήνω κάποιον τελείως ελεύθερο, ασύδοτο 2. ( ομαι κ. ούμαι) εκτραχηλίζομαι, ρέπω στην ακολασία αρχ. αφαιρώ το χαλινάρι … Dictionary of Greek
κατισχυρεύομαι — (Α) εκτραχηλίζομαι, καμαρώνω για τη δύναμη μου και φέρομαι αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰσχυρεύομαι (< ἰσχυρός), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek
ξεσαμαρώνω — 1. βγάζω το σαμάρι από το υποζύγιο 2. μέσ. ξεσαμαρώνομαι α) (για υποζύγιο) μού πέφτει το σαμάρι, μένω χωρίς σαμάρι β) (για πρόσ.) χάνω κάθε ηθικό φραγμό, εκτραχηλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σαμαρώνω] … Dictionary of Greek
προσεκτραχηλίζω — Α 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι από τον τράχηλο προς τα εμπρός επιπροσθέτως 2. καταρρίπτω, κατακρημνίζω επιπροσθέτως 3. παθ. προσεκτραχηλιζομαι μτφ. εκτραχηλίζομαι ακόμη πιο πολύ, αποχαλινώνομαι περισσότερο («εἰς πάθος προσεκτραχηλίζεσθαι», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek
συνεκτραχηλίζομαι — Α μτφ. ρίχνομαι, γκρεμίζομαι σαν να πέφτω από άλογο («βίᾳ φερόμενος εἰς Σικελίαν καὶ συνεκτραχηλιζόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτραχηλίζομαι «ανατρέπομαι, πέφτω από άλογο»] … Dictionary of Greek